- ορυκτολογικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στην ορυκτολογία: Ορυκτολογικές έρευνες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ορυκτολογικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορυκτολογία 2. φρ. «ορυκτολογικός πλούτος» ο ορυκτός πλούτος. επίρρ... ορυκτολογικώς με ορυκτολογικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορυκτολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δ. Αλεξανδρίδη] … Dictionary of Greek